νευρίνῃ

νευρίνῃ
νεύρινος
made of sinew
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νευρίνη — η κοινή ονομασία ακόρεστης οργανικής ένωσης, βάσης τού τεταρτοταγούς αμμωνίου, που σχηματίζεται κατά την αφυδάτωση τής χολίνης και κατά τη σήψη τών ζωικών ιστών και είναι ουσία πολύ τοξική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neurine < νεύρο + …   Dictionary of Greek

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”